- ἁγιαζομένους
- освящаемых
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἁγιαζομένους — ἁγιάζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)